- μπατίρης
- züğürt, parasız
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπατίρης — ο θηλ. ισσα ο κατεστραμμένος οικονομικά, ο αδέκαρος, ο χρεοκοπημένος: Έπαιζε στο καζίνο μέχρι που έμεινε μπατίρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπατίρης — ο, θηλ. ισσα χρεωκοπημένος, οικονομικά κατεστραμμένος, αδέκαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μπατίρω*] … Dictionary of Greek
μπατίρικος — η, ο [μπατίρης] αυτός που είναι φτωχός ή αυτός που είναι φτωχικός. επίρρ... μπατίρικα με μπατίρικο τρόπο … Dictionary of Greek